|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κατσικόμαρο? — — άτυχης — ξυλοκόπος — ασφάλτωμα — ξυγκοκέρι — ευγενία — ζημιάρικος — ανθρωποκυνηγός — μπατιρώ — βουλγαρικά — εξαγιασμός — ρίμα — τρισάξιος — μπατίκια — σκελίδι — χαλκός — περιπατητικός — κρούσταλλο — λοιμοκαθαρτήριο — μαγιώνω — εφοδιοπομπή — άτρυτος |
|||