|
уединяться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово уединяться? — μοναχιάζω как с (ново)греческого переводится слово μοναχιάζω? — уединяться — καρτερόψυχος — προσραφή — περισσεύω — περιτύλιξη — νεανίσκος — εγγεγραμμένος — μηλοπεπονιά — σεβρό — ηγουμένισσα — αγγλικός — κιοφτές — καραμπογιά — στολίζω — άρπα — πηρομελής — χρηματοδοτικός — ορθοβουλία — θωρακισμένος — μουθουνίζω — μεζεδάδικο — αλητεία |
|||