|
(αόρ. έγνεσα) прясть #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово прясть? — νέθω как с (ново)греческого переводится слово νέθω? — прясть — κλιμάκωση — ταφτάς — αστάχι — αμισθοδότητος — πάτριος — συνέλιξη — αφορίζω — δεματού — ξεφέγγει — υπεραισθήσεις — τροχοπεδιλοδρομώ — αντισημίτης — τοσοσδά — τραγελαφικός — συχνός — βουλευτήριο — απρόσκοφτος — ανάζωστος — φόνος — έκτρωση — Φράγκος |
|||