|
το мед. порошок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово порошок? — ξηρίον как с (ново)греческого переводится слово ξηρίον? — порошок — γερνώ — επιχωριάζω — επιπωμάτιση — ανατρεπόμενος — μουνίτσα — βασιλάκης — νεραντζέα — αντιπολιομυελιτικός — απροτίμητος — ετυμολογώ — ενδιαίτησις — νοτάριος — γύψωση — ευρεσιτεχνία — ολόγεμος — αρνίο — καθεκλοποιία — κοσμιότητα — τσογλαναράς — πλεονεξία — σωφρονιστής |
|||