|
остальной; === μένω (καί) ~ — а) оставаться ни с чем, оставаться в дураках; б) оставаться должником #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово остальной? — ρέστος как с (ново)греческого переводится слово ρέστος? — остальной — δουτιά — στοχάζομαι — εισήλθα — προθήκη — καρδέλι — κανακεύομαι — αροτήρας — μαντιλοδένομαι — περιποιέμαι — αναδιάρθρωση — απόκαιρος — πιτσιρίκος — ανευσεβάστως — αισχροδικείο — φιλεοσπλαγχνία — προαυλισμός — ψύλλιασμα — πατητός — αποδέχομαι — σκιρώ — διαβουλεύομαι |
|||