|
незаконный, противозаконный; ~ πράξις — противозаконный акт #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово незаконный? — έκνομος как на (ново)греческом будет слово противозаконный? — έκνομος как с (ново)греческого переводится слово έκνομος? — незаконный, противозаконный — ζένω — ηλεκτρικός — γυναικοκαυγάς — στερημένος — παιδονομικός — συγκεντρικός — εντρόφηση — Λεττονίδα — κρουπιέ — βαμβακοκλώστρια — μαυρίλα — πλήμνη — κατσουφιάρης — αναντικατάστατος — αλφονσισμός — φιδοκολώ — ενδιααμένω — αριστερόθεν — λεπτοϋφής — εγκαθίσταμαι — δαλτωνικός |
|||