Новогреческий словарь
αυτοτιτλοφορούμενος
αυτοτιτλοφορούμεν|ος
1.
самозванный
;
2. (о)
самозванец
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
самозванный
? —
αυτοτιτλοφορούμενος
как на
(ново)греческом
будет слово
самозванец
? —
αυτοτιτλοφορούμενος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αυτοτιτλοφορούμενος
? — самозванный, самозванец
#
(ново)греческий словарь
—
σκί
—
φωτογραμμετρία
—
καβαλλίκευμα
—
ανθρακώνω
—
βροντοχτυπάω
—
εκβαθύνω
—
καμπουρωτός
—
αθόρυβος
—
διαδότης
—
επαιτώ
—
λογογραφία
—
υποχιλιαπλάσιος
—
σκούφια
—
αλογάκι
—
φρυγείο
—
ουτιδανός
—
απερίσκεφτος
—
ξάπλα
—
εμβρυοπλαστικός
—
σμέρνα
—
επιπλοκή
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве