σταχυάζω

формы словаβ
σταχυάζω



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово σταχυάζω? —


τριχίαςμερσινιάαγκαθερόςβεζικατόριοδιόπτευσηξεσκαλώνωαντεπιχειρώπατινάρισμανταραβερτζήςμνημειακόςαυτοδηλητηρίασημισοχορτασμένοςτσαντίριρομαντισμόςφεγγαροκατέβατοςμοτοσυκλέτααριστοκρατισμόςαλείφτωβαμμένοςπετεινοκαύκαλοςμεσαιωνικός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit