|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σταχυάζω? — — τριχίας — μερσινιά — αγκαθερός — βεζικατόριο — διόπτευση — ξεσκαλώνω — αντεπιχειρώ — πατινάρισμα — νταραβερτζής — μνημειακός — αυτοδηλητηρίαση — μισοχορτασμένος — τσαντίρι — ρομαντισμός — φεγγαροκατέβατος — μοτοσυκλέτα — αριστοκρατισμός — αλείφτω — βαμμένος — πετεινοκαύκαλος — μεσαιωνικός |
|||