|
золотошвейный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово золотошвейный? — χρυσορραπτικός как с (ново)греческого переводится слово χρυσορραπτικός? — золотошвейный — απροβίβαστος — ΗΠΑ — ιουδαϊκός — διφορούμενος — οικονομολόγος — απντάλης — αποίκιλτος — υστεροχρονολόγηση — αλληλασφαλιστικός — περικάρδιο — ταβλίζω — αυγίτης — περκνιάρης — ράθυμος — εξυδάτωσις — αυτοπαρουσιαση — δρύϊνος — ανάβολος — έκαμα — καθαρογλωσσία — εγωκεντρικός |
|||