υπόχυμα

формы словаβ
υπόχυμα
το η мед. катаракта



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово катаракта? — υπόχυμα
как с (ново)греческого переводится слово υπόχυμα? — катаракта


ανεπιτήδευτοςαριωσύνηαντιδυναστικάγελοιογράφοςολέθριοςαναφλέξιμοςπαροικίζωαδεκαρίαλωτοφάγοςχαζοπούλισυγκατάταξηδεμάτισμαντερβέναγαςανάκτησηβιοδιασπώμενοςφορονομίαένδεκααρχύτερακώπηβαγαπόντηςαπαγωγή




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit