|
το η мед. катаракта #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово катаракта? — υπόχυμα как с (ново)греческого переводится слово υπόχυμα? — катаракта — ανεπιτήδευτος — αριωσύνη — αντιδυναστικά — γελοιογράφος — ολέθριος — αναφλέξιμος — παροικίζω — αδεκαρία — λωτοφάγος — χαζοπούλι — συγκατάταξη — δεμάτισμα — ντερβέναγας — ανάκτηση — βιοδιασπώμενος — φορονομία — ένδεκα — αρχύτερα — κώπη — βαγαπόντης — απαγωγή |
|||