|
Выкройка #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πατρόν? — — ψευταράς — υπέρεισμα — εκμεταλλεύσιμος — θεομπαίχτης — εβδομηνταριά — αναπνεύσιμος — αγαθοεργώ — μπετό — τερματικό — στερεό — μειωτέος — καλπάζω — άύτοπλασια — αθορύβητος — γουρουνομαθημενος — λιγάκι — αντιπροσαγόρευσις — γλαυκωπός — αντίφραγμα — δρομοκοπώ — ανευφημία |
|||