Новогреческий словарь
εφημερεύων
εφημερεύων
дежурный
;
~ ιατρός — дежурный врач
;
~ αξιωματικός — дежурный офицер
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
дежурный
? —
εφημερεύων
как с
(ново)греческого
переводится слово
εφημερεύων
? — дежурный
#
(ново)греческий словарь
—
κρίνομαι
—
βουλκανισμός
—
αναροτρίαστος
—
σκύτινος
—
δισεκατομμύριο
—
διώκω
—
υαλοειδής
—
αντιπαραγγελία
—
αφιερωμένος
—
αδελφικός
—
αντίχειρας
—
απανωβάλτης
—
θρασομονώ
—
γιορτινά
—
πλαγιοδρομία
—
εμπύριον
—
παρθεναγωγείο
—
λοχίας
—
αναφορά
—
πρύμνηθεν
—
καταλύω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве