|
заранее составлять; ~ κακήν γνώμην γιά κάποιον — заранее составлять плохое мнение о ком-л.; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово заранее составлять? — προσχηματίζω как с (ново)греческого переводится слово προσχηματίζω? — заранее составлять — σταμπωτός — προπίνω — γλυπτός — αντιδεοντολογικός — διαλυτήριο — απένταρος — αετομάτισσα — ξεσυνηθίζω — αλλαγή — κατονομασία — υπογραμμή — σουσαμωτός — μηδίζω — νοσταλγικός — απεικόνισμα — βαθομετρικός — επισκοπικός — αναφαίρετος — σύντριμμα — υπήρξα — εφτάστερο |
|||