Новогреческий словарь
μουτράκι
μουτράκι
το ласк.
мордочка, личико
;
όμορφο ~ — красивая мордочка
;
έξυπνο ~ — умное личико
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
мордочка
? —
μουτράκι
как на
(ново)греческом
будет слово
личико
? —
μουτράκι
как с
(ново)греческого
переводится слово
μουτράκι
? — мордочка, личико
#
(ново)греческий словарь
—
απόκοντα
—
κόλλυβος
—
γιγαντιαιώρημα
—
ενδοσπέρμιο
—
υποσημείωση
—
ψυχολατρεία
—
βιβλιοφάγος
—
λούζομαι
—
αμφίτρητος
—
έγια!
—
καταπονημένος
—
ζωγραφω
—
ἀνάστημα
—
σημαντικότητα
—
μονόλιθος
—
λαθρόβιος
—
κοσμηματογραφία
—
οπληφόρα
—
ιχθυογραφία
—
άρραβος
—
αλλαξιθρησκεία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,