|
η рутинёрка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рутинёрка? — ρουτινιέρισσα как с (ново)греческого переводится слово ρουτινιέρισσα? — рутинёрка — δίγενος — νωματάρχης — ζαρτινιερα — αμομφος — απόλαψη — φέσι — συγκαταλέγομαι — φουρκίζομαι — καταπολεμούμαι — τύλωμα — προοπτική — βλαχιά — εκκρουστήρας — κοκαλιάζω — αποσυντίθεμαι — ωστικός — τσιφούτισσα — παρενέβην — πλάγι — καταγωγή — επαίρομαι |
|||