Новогреческий словарь
ακατάπαυστος
ακατάπαυστ|ος
непрерывный, непрестанный
;
έβρεχε ~α — шли непрерывные дожди
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
непрерывный
? —
ακατάπαυστος
как на
(ново)греческом
будет слово
непрестанный
? —
ακατάπαυστος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ακατάπαυστος
? — непрерывный, непрестанный
#
(ново)греческий словарь
—
αποσάπισμα
—
τελωνοσταθμάρχης
—
πιθηκάνθρωπος
—
ετεροχρωμία
—
γιατρός
—
παλαιοβιβλιοπώλης
—
ολάκερος
—
φτερουγώ
—
ανερράγην
—
ποιοτικός
—
ραδιόλα
—
προϋπηρεσία
—
άρα
—
ανταποδίδω
—
καταρροπαίνω
—
στείβω
—
μιλλίμετρο
—
ιχθυαγορά
—
αδρωμα
—
αζούλιστος
—
μοναχικότητα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве