Новогреческий словарь
αφοδευτήριο
αφοδευτήριο
το
уборная; клозет
(уст.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
уборная
? —
αφοδευτήριο
как на
(ново)греческом
будет слово
клозет
? —
αφοδευτήριο
как с
(ново)греческого
переводится слово
αφοδευτήριο
? — уборная, клозет
#
(ново)греческий словарь
—
εγκάρσιος
—
καταξοδιάζομαι
—
γαιανθρακοφύραμα
—
καπνιστός
—
εξασφαλίζω
—
δασονομικός
—
σακχαροποιός
—
βωλιάζω
—
ψιλολόγημα
—
πλεοναστικός
—
παρασταίνω
—
ανθρακωρυχία
—
μεταναστεύω
—
αρχαιομώθεια
—
χαλάλι
—
παρακυλώ
—
κατάπρωτος
—
άφωτος
—
μελάνωση
—
καλοήθεια
—
πατροπαράδοτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве