Новогреческий словарь
ωοπαραγωγός
ωοπαραγωγός
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ωοπαραγωγός
? —
#
(ново)греческий словарь
—
χειλεοπλαστική
—
αιμοπότης
—
φωλιάζω
—
πατωσιά
—
ευκτική
—
ερημοκκλήση
—
δραπέτευση
—
αιώνας
—
βερεσέδια
—
μπούτι
—
μητέρα
—
ανημέρευτος
—
χειραφεσία
—
έγια!
—
ραμφίζω
—
ελκύω
—
αβέρτα
—
λακωνικός
—
γαρμπάτος
—
γλαντός
—
ρουλεμάν
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве