|
сильно распарываться, разрываться (по шву) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сильно распарываться? — παραξηλώνoμαι как на (ново)греческом будет слово разрываться? — παραξηλώνoμαι как с (ново)греческого переводится слово παραξηλώνoμαι? — сильно распарываться, разрываться — τσαμπί — πέτρινος — φανατίζω — χρωματογραφία — κομπλιμέντο — βροντή — αλλαντικός — χουλιάρα — κωλάδικο — δρυς — αντικρατικός — ραιβόκρανο — μισογεμισμένος — φιλάρπαξ — βουρλιά — ληστρικός — δεκαπλούς — διασφήνωσις — μηδενικό — αναγουλιαστικά — ανευόδωτος |
|||