|
ο мор. бортовая (или боковая) качка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бортовая качка? — διατοιχισμός как с (ново)греческого переводится слово διατοιχισμός? — бортовая качка — προπαρασκευή — απόψε — ατιμάρευτος — χρεοκοπία — εποίκιση — ξαναπαντρεμμένος — ανθρωπιστικός — πειθαναγκάζομαι — αναρρώνω — ανατολισμός — ζέβομαι — τσιγγούνα — σφαδάζω — πειθαρχικά — απειθής — χρηματοδοτικός — ρεγχαστικός — έμπεδα — ψευταράς — αποπότι — ώση |
|||