|
сигнализировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сигнализировать? — σηματοδοτώ как с (ново)греческого переводится слово σηματοδοτώ? — сигнализировать — αφρολογώ — ειδοποιητήριο — αφροστεφανωμένος — συντροφία — σείση — κατηγορούμενος — οριζοντίωση — βουτυρόγαλα — δημοσιοποιούμαι — δερματοπάθεια — δίστιχος — παραστατικός — ινώδης — ανοίγομαι — λαγοπόδαρο — αβάσκαντο — μάξις — πηγούνι — κατασχέτης — άλυτος — γράφω |
|||