|
αόρ. от πετώ #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово επέταξα? — — ωρικός — αυτοδικώ — μπουραζέρης — παιδάριο — μαρμαρυγή — δέλεαρ — νεόφυτος — ριζοβολώ — ξυστικός — στρούγκα — χαμογέλασμα — πλακόστρωση — δανειοδοτώ — εντόπιος — αποκαθίδι — τεμπελχανάς — ρουφιάνος — όμικρον — βουβαμάρα — Ελλαδικός — επαινώ |
|||