|
~κός анат. бедренный; ~αίον οστούν — бедренная кость #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бедренный? — μηριαίος как с (ново)греческого переводится слово μηριαίος? — бедренный — πουλάρι — ετερόκλητος — κοροϊδιλίκι — βολή — αποθησαυριστής — αντιαεροπορικός — υδροπερατότητα — σκύμνος — μερομίσθι — ψυχάκιας — μπλόφα — νομαρχιακός — αθηνιώτικος — βαρκαρόλλα — κρητίς — τεμπελχανού — ξάρτι — εικοσάρικος — φιλόθηρος — δυσθεράπευτος — σκούφος |
|||