Новогреческий словарь
σεληνιακός
σεληνιακός
лунный
;
ο ~ μήνας — лунный месяц
;
τό ~ό έτος (ημερολόγιο) — лунный год (календарь)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
лунный
? —
σεληνιακός
как с
(ново)греческого
переводится слово
σεληνιακός
? — лунный
#
(ново)греческий словарь
—
τρεμούλα
—
κατισχύω
—
αφούρκιστος
—
γράμμωση
—
γελασίναι
—
επιβεβαιωτικός
—
κατασβεστικός
—
κόρυμβος
—
ύπουλα
—
χνουδερός
—
αντίφραγμα
—
τρακάρω
—
πειστήριο
—
βομβακοειδής
—
αμυλούχος
—
άστατος
—
σεπτεμβριάτικος
—
γιακάς
—
ξενοφανής
—
καπλάνι
—
μπορς
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве