Новогреческий словарь
ψηλαφητί
ψηλαφητί
наощупь; ощупью
;
προχωρώ ~ εις τό σκότος — двигаться в темноте наощупь
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
наощупь
? —
ψηλαφητί
как на
(ново)греческом
будет слово
ощупью
? —
ψηλαφητί
как с
(ново)греческого
переводится слово
ψηλαφητί
? — наощупь, ощупью
#
(ново)греческий словарь
—
αψύλλιαστος
—
πανδημία
—
κόνικλος
—
αγριάδα
—
βαθμολογώ
—
λάξευση
—
σαλπίζω
—
ερωτοκουβέντα
—
ηράνθεμο
—
πορτοκαλλεώνας
—
ενδιαιτώμαι
—
αλωπεκία
—
αρτοζαχαροπλαστείο
—
μεταλλικότητα
—
προαγωγός
—
προσαμμώνω
—
θεριστής
—
πεφωτισμένος
—
καλομεταχείριση
—
πετροβολάς
—
πολωτής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве