|
подкупленный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово подкупленный? — εξώνητος как с (ново)греческого переводится слово εξώνητος? — подкупленный — πτερώνομαι — πελεκητός — σάμπως — υπερχρονίζω — καγκάβα — προβοκάταρας — αποδομήσιμος — λεμονοπορτοκαλιά — αντίθρησκος — ψυχομάνα — ταξιθέτης — διύγρανση — λιογέννητος — λυγιά — κατέχω — παχύσαρκος — κεραμάρης — εμβληματολογία — βούθουνας — καπέλλο — βαναυσότητα |
|||