Новогреческий словарь
οστρακόδερμος
οστρακόδερμ|ος
1.
покрытый раковиной
;
2. :
οι ~οι — ракообразные
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
покрытый раковиной
? —
οστρακόδερμος
как с
(ново)греческого
переводится слово
οστρακόδερμος
? — покрытый раковиной
#
(ново)греческий словарь
—
σπαράσσω
—
εξαπλασίασμός
—
συχνώς
—
αποσταφιδώνω
—
χειλαράς
—
ξεδίνω
—
αλληλοδιαδόχως
—
αρρυτίδωτος
—
ανακούρκουδα
—
αρχικουμούνι
—
πραγματοποίηση
—
ταμίευμα
—
λιγόθυμος
—
εργοδοσία
—
ισραηλίτισσα
—
ακανθοφόρος
—
αφαιρετική
—
θερμομετρώ
—
τόξευμα
—
μονοσύλλαβος
—
αδάμας
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве