|
ранний, скороспелый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ранний? — πρωτόλουβος как на (ново)греческом будет слово скороспелый? — πρωτόλουβος как с (ново)греческого переводится слово πρωτόλουβος? — ранний, скороспелый — εντολοδότης — χρονιάρης — καταβροχθίζω — αγκύλος — λαδοτύρι — στραμπουλίζω — αλογολάτης — ημιάνεργος — ζυγαριά — κουράζομαι — αποφράζω — διακαώς — περιπατητικός — αντίκοιλον — προσαύξηση — μπετονόκαρφο — μοδιστράδικο — χαρίεις — τσαμπουνοφυλάκα — μιλημένος — καφεζυθεστιατόριο |
|||