|
неокопанный (о деревьях и т. п.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово неокопанный? — αξελάκκιωτος как с (ново)греческого переводится слово αξελάκκιωτος? — неокопанный — βυζάνω — εγκαταλείπω — ιρακινός — επανήλθον — απύρι — ορθογραφικός — λήθαργος — τουλούμπα — προξενειά — τρίγλωσσος — δροσοβολώ — πιλάλημα — ελβετίδα — εντολοδότης — ηλιογραφικός — σταφυλοσάκχαρον — ωχροκύανος — απελατίκι — αγευστί — ψαροκάλαμο — επικήρυξη |
|||