κοσμηματογράφ|ος

формы словаβ
κοσμηματογράφ|ος
ο декоратор



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово декоратор? — κοσμηματογράφος
как с (ново)греческого переводится слово κοσμηματογράφος? — декоратор


ασχημόλογοεπαμειβόμενοςμοσκομπιζέλικανάκεμαχειροτέρεμααποντιάζωδημεύσιμοςελεγειακόςαποπροσανατολίζωλαοκρατικόςεμφανίζωβουσυκιάβλεφαρόσπασμοςξεβούλλωμαραδιογραφικόςαπαιτώαυτοκρατικόςπασπατευτάδιαθλαστήςχάροςλογοκριτικός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit