|
ο декоратор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово декоратор? — κοσμηματογράφος как с (ново)греческого переводится слово κοσμηματογράφος? — декоратор — ασχημόλογο — επαμειβόμενος — μοσκομπιζέλι — κανάκεμα — χειροτέρεμα — αποντιάζω — δημεύσιμος — ελεγειακός — αποπροσανατολίζω — λαοκρατικός — εμφανίζω — βουσυκιά — βλεφαρόσπασμος — ξεβούλλωμα — ραδιογραφικός — απαιτώ — αυτοκρατικός — πασπατευτά — διαθλαστής — χάρος — λογοκριτικός |
|||