|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово συσταχωμένος? — — ψιλοκοσκινίζω — καλωδιώνω — αγνωμιά — γρέκι — βόϊσμα — βασιλίκι — καρικατουρίστας — κάρπωση — ασπάλοκας — καμαρωτός — πλαστικότητα — φίσα — κυψελίς — φιλοσοφώ — συνδιαλλασσόμενος — λαγκάδα — κανταδόρα — δίψασμα — μεταφέρω — κιγκαλερία — αυτοκτόνος |
|||