|
ο 1) удваивание; 2) воен. сдваивание (рядов) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово удваивание? — διπλασιασμός как на (ново)греческом будет слово сдваивание? — διπλασιασμός как с (ново)греческого переводится слово διπλασιασμός? — удваивание, сдваивание — απωμάτιστος — δρυοφλοιός — χαραμοφάγισσα — μεγαλόστομος — αντισχέδιο — προσκρούω — δηλώ — μονογραφή — πάρωρος — οχληρός — τσίτ — ελαφραίνω — σπιθούρι — ταλαιπωρία — ζουνάρι — κονσερβάρισμα — νηματοπονητικός — κατατοπίζω — επίπεδες — αποχαλίνωση — χταπόδι |
|||