Новогреческий словарь
αψιλος
αψιλ|ος
безденежный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
безденежный
? —
αψιλος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αψιλος
? — безденежный
#
(ново)греческий словарь
—
λαδομπογιατίζομαι
—
εμφανίζομαι
—
άχαρα
—
αιμοδυναμική
—
ρηματικός
—
πατέρα
—
δεύτερος
—
δυσχεραίνω
—
αυταρχικότης
—
επιχειρηματίας
—
βόλισμα
—
στέππη
—
ζηλαδέρφι
—
λεβέντικος
—
καρύκευση
—
μακαρονάδικο
—
παραγκωνίζω
—
γραναζωτός
—
ενδοκρανιακός
—
παραχαράσσω
—
τριανταφυλλί
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω