|
ο тех. карбюратор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово карбюратор? — εξαερωτής как с (ново)греческого переводится слово εξαερωτής? — карбюратор — λελέκι — σεισμογράφος — στικτός — ενσαρκώνομαι — διασκορπιστός — περιφέρω — υπουργοποιούμαι — καμηλόσουπα — δευτερογενής — σκαμπίλι — ανάπαρτος — κλειδαράδικο — συντρόφεμα — σκλαβώνω — αρτυμένος — κοντοβολεύω — αγγαρεία — κελλάρισσα — κατάκριτος — συκόφυλλο — μούτσος |
|||