Новогреческий словарь
οργανοειδής
οργανοειδής
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
οργανοειδής
? —
#
(ново)греческий словарь
—
στενόψηχος
—
πλέκω
—
γινατεμένος
—
αναφτερουγιάζω
—
επικαθίζω
—
εύθετα
—
διασχιδής
—
αγαλματένιος
—
εξομαλιστικός
—
μπαΐρι
—
γεροντομοίρι
—
φιστικοβούτυρο
—
μπήχνω
—
λαφοκέρατο
—
αναδιορισμός
—
αερομετρητής
—
εκτελεστός
—
ακινησία
—
δειγματισμός
—
πλατυμέτωπος
—
τηράζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω