Новогреческий словарь
κηρίο
κηρίο
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
κηρίο
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αρμάρι
—
γέννημα
—
ζατσίντο
—
δοξάστρια
—
ζευγάρισμα
—
πυόρροια
—
ανήθικος
—
λίτρο
—
μικρογράμματος
—
βουτηχτά
—
νευρεξαγωγή
—
ποτηράκι
—
γλυπτικός
—
αντιτετανικός
—
καρβουνιά
—
έρευνα
—
κιβούρι
—
πικροφερνω
—
είς
—
μαγευτικός
—
ανοσολογία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве