Новогреческий словарь
ταχυδρομείο
ταχυδρομείο
το
почта
;
στρατιωτικό ~ — полевая почта
;
μοιράζω τό ~ — разносить почту
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
почта
? —
ταχυδρομείο
как с
(ново)греческого
переводится слово
ταχυδρομείο
? — почта
#
(ново)греческий словарь
—
αποτέτιος
—
ψηλά
—
κόντρα
—
θηλυπρεπώς
—
διόραση
—
πλανητάριο
—
βυζαίνομαι
—
ξυλοκαστέλλιο
—
αυθυποβολή
—
μακρόκοσμος
—
κακός
—
ηλιάστρα
—
σκληραργίλιο
—
λαλητός
—
βρύση
—
βουρβός
—
τυλίσσω
—
ελασματοποιώ
—
εξολκέας
—
αρτεσιανό
—
κακοπαθιασμένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве