Новогреческий словарь
μισθολόγιο
μισθολόγιο
το
тарифная сетка
;
ο καθορισμός τού ~ίου — тарификация заработной платы
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
тарифная сетка
? —
μισθολόγιο
как с
(ново)греческого
переводится слово
μισθολόγιο
? — тарифная сетка
#
(ново)греческий словарь
—
εκδικάζω
—
διασταυρούμαι
—
ανθελληνικός
—
γειτονόπούλα
—
συγγένεια
—
λατρευτός
—
προικοδότης
—
γουρούνας
—
ξεκουκουλώνω
—
τριβέλλισμα
—
τσιτσιδώνω
—
καλαπόδι
—
αργητός
—
σωβινισμός
—
κατάρτισμός
—
αντιλαμβάνομαι
—
εγκοχλιώνω
—
εσωκάρδιον
—
μπαμπαδάκι
—
μισογύνης
—
αλληλοκτονία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве