|
(αόρ. στυλιζάρισα) стилизовать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стилизовать? — στυλιζάρω как с (ново)греческого переводится слово στυλιζάρω? — стилизовать — κακά — αμυντικός — δώνω — εξανάστροφα — αλείβω — συνυπαιτιότητα — παπαγαλιστί — υπνολαλιά — πλύμα — ταρίφα — καβαλαρία — γελωτοποίηση — αναλυμένος — μπαγδατίζω — άμεσα — ηλεκτροδυναμόμετρο — πειραματίζομαι — αντισημίτις — ξαγρυπνώ — απολυέμαι — αναλύσιμος |
|||