Новогреческий словарь
αυστραλιανός
αυστραλιανός
австралийский
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
австралийский
? —
αυστραλιανός
как с
(ново)греческого
переводится слово
αυστραλιανός
? — австралийский
#
(ново)греческий словарь
—
καταρράκωσις
—
καλαντάρι
—
τραγωδιοποιός
—
αστόχισμα
—
μιά
—
εξωκυτταρικός
—
φλέτουρας
—
ινκόνιτο
—
απαγωγή
—
τορπιλλιστής
—
ιλαρά
—
οκνηρία
—
μαργωτίδα
—
αμουργός
—
υστερορραγία
—
σκασιματιά
—
ερανιστής
—
σκαστός
—
διακριβωτήρας
—
εφορεία
—
συλφίδα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,