|
австралийский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово австралийский? — αυστραλιανός как с (ново)греческого переводится слово αυστραλιανός? — австралийский — ορθότητα — διασταυρώνω — ουζοπώλης — Αγαθόφυτο — δημοτικισμός — εξακοντιστικός — εμβολοειδής — λεβάντες — κράνι — λυγιέμαι — ξεκακιώνω — υπερκείμενο — αξέζωστος — αστρονομικά — αντρίκειος — υποτυπώδης — οχληρότητα — ισάζω — φερτίκια — κότσυφας — πυργίτης |
|||