|
уст. сочный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сочный? — οπώδης как с (ново)греческого переводится слово οπώδης? — сочный — προεμπειρικός — καθότι — καυκί — δονζουανικός — θυγατέρα — ορμέμφυτα — αγαλήνευτος — ολολυγμός — ψυχρίτσα — σφιχτοκλειδώνω — περισυναγωγή — ζαχαροζύμωτος — απαθανατισμός — επιβατηγόν — αρνάκι — μιαρότητα — εποποιία — λεπτοσανίς — σταυλίζω — υλοζωία — αφώτιστα |
|||