|
η сотня; καμμιύ ~ или μιά ~ — около сотни #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сотня? — εκατοστή как с (ново)греческого переводится слово εκατοστή? — сотня — φωτογραφείο — αυτοκρατορικώς — λάξευση — λεμφοειδής — ουγγία — εξιλαστήριος — παλιομπεκρού — ηρέμηση — ανωρίς — καρμίρισσα — Πολωνικός — τυφογέροντας — σπιρούνιασμα — φτεροδέρνομαι — δερματοειδής — άλτο — δεντροφύτεμα — βαθύφωνον — έκχωση — αίξ — φτού! |
|||