|
величайший, самый большой; ο ~ πάντων — самый большой из всех; ~ίστη συμφορά — величайшее бедствие #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово величайший? — μέγιστος как на (ново)греческом будет слово самый большой? — μέγιστος как с (ново)греческого переводится слово μέγιστος? — величайший, самый большой — Ρωμαία — επίκλειστρον — μαρσιπποφόρος — νοίκιασμα — κοτέτσι — αιμορροΐδες — κροκοδείλιος — αλαφρόμυαλος — κανναβόσκοινο — αρχοντόπουλο — αποφρακτικός — μεταβιβαστικός — καχυποψία — αλληλεπιδρώ — απευκταίος — σκιρωνοζέφυρος — πονεμένος — παρέκει — ξεκίνημός — αλλοδαπή — αλεπουρά |
|||