Новогреческий словарь
οξειδώσιμος
οξειδώσιμ|ος
подверженный окислению
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
подверженный окислению
? —
οξειδώσιμος
как с
(ново)греческого
переводится слово
οξειδώσιμος
? — подверженный окислению
#
(ново)греческий словарь
—
κουκουλλάρικος
—
μεταχρωματίζω
—
δείχνω
—
ολομέλεια
—
νυχτοστρατοκόπος
—
χρηματολογικός
—
εγγυημένος
—
πανάκεια
—
αποβιβαστικά
—
συμβεβλημένος
—
ψητοπωλείο
—
ανευχάριστος
—
αψηφισιά
—
τοκίζω
—
θερμομέτρημα
—
κωλάδικο
—
θεοκτονία
—
ταξιθετώ
—
πλούτος
—
επινεύω
—
αρμαθιά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве