|
το аккорд; τελευταίο ~ — заключительный аккорд #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово аккорд? — ακόρντο как с (ново)греческого переводится слово ακόρντο? — аккорд — καληνυχτίζω — κατάληψη — αναφυσώ — γράφω — αμαυρωτής — υπόρρινος — κουσούρι — αλκοολομέτρηση — γένι — κατανάλωση — προφαντός — κουρσάρος — ποδηλάτης — αταίριαχτος — αναγαλλιάζω — αρρενοφυής — γερμανοτσολιάς — εκβαθύνω — ιχθυογραφία — μουφλούζεμα — πίνω |
|||