|
одетый в белое #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово одетый в белое? — ασπροφόρος как с (ново)греческого переводится слово ασπροφόρος? — одетый в белое — καρδιορραγία — μέντα — αλάσπωτος — αμετάδοτος — διασπάθηση — γεράδα — μαννεκέν — τσιότρα — παίζομαι — εξώπλασμα — απόχρεμμα — γλυκαντζούρι — ατουφέκιστος — οκτακόσια — αναθεμελιωτής — ανεπιγνώστως — βήλα — μπράβος — εμπορικός — μαντρισμένος — πρωτόπλαστοι |
|||