|
речной; ~ο ψάρι — пресноводная рыба #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово речной? — ποταμήσος как с (ново)греческого переводится слово ποταμήσος? — речной — σωτρόπι — ελεεινολόγηση — ηλεκτροβόρος — τρυφερότητα — φρικώδης — αγγελάκι — γαβαθώνω — γυναικίσια — προσλαμβάνω — σιχαμός — μεταπουλώ — πιεστός — περουβιανός — τράπουλα — τοιχοκόλληση — εθλάσθην — έγγραφο — απώλητος — νηφάλιος — μάλιστα — πρότυπος |
|||