Новогреческий словарь
μεγαλειότατος
μεγαλειότατ|ος
о
Его Величество
;
Μεγαλειότατε — [phrase]Ваше Величество [/phrase] (в обращении)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
Его Величество
? —
μεγαλειότατος
как с
(ново)греческого
переводится слово
μεγαλειότατος
? — Его Величество
#
(ново)греческий словарь
—
ξενολατρεία
—
προξενειά
—
εριστικώς
—
βουβαλοτόμαρο
—
βλαστολόγία
—
κηπευτικό
—
λαρυγγοσκόπία
—
ακραχτος
—
κατατοπιστικός
—
αφιλοθεΐα
—
κολατσιό
—
οχυρωτική
—
δεκάγωνο
—
μυτοτσίμπιδο
—
ελεφαντουργός
—
μετατοπισμός
—
βρόμα
—
σλαυολόγος
—
γκραβούρα
—
σωτέ
—
οιστρηλατούμαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве