|
ο заведующий участком полевой охраны, полевого надзора провинции #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово заведующий участком полевой охраны? — αγρονόμος как с (ново)греческого переводится слово αγρονόμος? — заведующий участком полевой охраны — φωσφορισμός — χρησιμοποίηση — κληροδοτώ — φυτευτής — αστισμός — ανορθωτής — ερημότοπος — χαρούδια — κακοβάζω — άριεμα — κλονισμένος — ευρετίκια — μουσικοσυνθέτης — όραση — τυπολατρικός — αρνησιδοξία — ετεροχρωμία — ηγουμενία — Ζουμπουλία — διπλοκαθίζω — μεσογειακός |
|||