|
1) ревизионный; ~ή βουλή — парламент(__,__) созванный для изменения конституции; ~ό δικαστήριο — кассационный военный суд; 2) ревизионистский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ревизионный? — αναθεωρητικός как на (ново)греческом будет слово ревизионистский? — αναθεωρητικός как с (ново)греческого переводится слово αναθεωρητικός? — ревизионный, ревизионистский — διαβεβαιωτικός — αντικαθιστώ — μυθιστορία — επίταση — στιφάδο — παραζεσταίνω — πετρελαιοκίνητος — πολιοκόριτσο — Πρωτοχρονιά — επιστηρίζω — εκάλεσα — αψιχάλιστος — αντίστασις — ξυπόλητος — φιστικής — αεροναυτιλία — αναμικτήρας — φτωχολάζαρος — καλούτσικος — αρεζούμενος — αχυροκοπτικός |
|||